σάργασ(σ)ο — το, Ν βοτ. 1. γένος μεγάλων φαιοφυκών με πολύπλοκο θαλλό, που ανήκει στην τάξη φυκώδη και περιλαμβάνει είδη τα οποία απαντούν σε όλες τις θάλασσες, ορισμένα προσκολλημένα σε βράχους και άλλα προσαρμοσμένα στην ελεύθερη διαβίωση που πλέουν… … Dictionary of Greek
φουκώδη — τα, Ν βοτ. τάξη φαιοφυκών στην οποία ανήκει και το γένος φύκος, αλλ. φυκώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. fucales] … Dictionary of Greek
φυκώδης — ες / φυκώδης, ῶδες, ΝΑ (για θαλάσσιο βυθό ή ακτή) 1. γεμάτος φύκη («φυκώδεις τόποι», Αριστοτ.) 2. αυτός που προέρχεται από τα φύκη («φυκώδης ἀποφορά», Διοσκ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φυκώδη βοτ. άλλη ονομασία τής τάξης φαιοφυκών… … Dictionary of Greek
φύκος — το / φῡκος, ύκους και ύκεος, ΝΜΑ, και φούκος, ο, Ν συν. στον πληθ. τα φύκη βοτ. πολυποίκιλη ομάδα αυτότροφων οργανισμών, χωρίς αγωγό ιστό, στην οποία ανήκουν κατά κύριο λόγο υδρόβια φυτά που χαρακτηρίζονται από σχετικά μικρή διαφοροποίηση τών… … Dictionary of Greek